ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ: ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΣΩΣΤH ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & ΠΑΙΔΕΙΑ
- Γράφτηκε από την Dr Αγγελική Νιάρχου
- Σχολιάστε πρώτοι!
Οτι επάγγελμα κι αν επιλέξεις να ακολουθήσεις η παιδεία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εξέλιξής σου και δηλώνει το επίπεδό σου. Με την σωστή παιδεία δεν αποκτάς το δικαίωμα της εργασίας απαραίτητα, αλλά το δικαίωμα του να αναδείξεις τα προσόντα σου και να αποκτήσουν κύρος οι πεποιθήσεις σου. Επίσης η κατάρτιση σε βοηθάει στο να οριοθετήσεις τις ανάγκες σου και να θέσεις τους στόχους σου.
Ας μη λέμε λοιπόν στα παιδιά να σπουδάζουν για να έχουν απλά ένα επάγγελμα άυριο μεθαύριο, γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό δεν ακολουθεί, απαραίτητα, το επάγγελμα που σπούδασε. Αλλά ας λέμε να σπουδάζουν για τους παραπάνω λόγους, αλλά και για να αποκτήσουν μία προσωπικότητα και μία ανεξάρτητη σκέψη και βούληση στην κοινωνία που ζούμε!!
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΣΤΑΣΕΩΝ
Μία από τις σημαντικότερες έννοιες ο όρος στάσεις αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αξιολογούν τα «αντικείμενα». Στα αντικείμενα αναφέρονται οι έννοιες που σχετίζονται με πρόσωπα, συμπεριφορές, ιδέες, θεσμό ή καταναλωτικό προϊόν.
Ο Greenwald (1989) περιγράφει τις στάσεις ως «το συναίσθημα που σχετίζεται με ένα νοητικό αντικείμενο». Σε αντίθεση με τους Petty & Cacioppo (1981) που τις αντιλαμβάνονται ως «ένα μόνιμο και συνεχές συναίσθημα είτε θετικό είτε αρνητικό που αντικατοπτρίζεται σε κάποιο πρόσωπο, αντικείμενο ή ζήτημα».
Η αξιολόγηση των αντικειμένων σχετίζεται με παράγοντες όπως το συναίσθημα, τη πεποίθηση και τη συμπεριφορά. Η δομή των στάσεων, αντίστοιχα, μπορεί να εμφανίζεται με τρεις τρόπους: μονοδιάστατα, δισδιάστατα ή τρισδιάστατα. Στη τελευταία περίπτωση, το τρισδιάστατο μοντέλο συνδυάζει και τα τρία δομικά στοιχεία.
Αυτές οι στάσεις, επιπρόσθετα, αποδείχτηκε από ερευνητές ότι επιδέχονται αλλαγής ή διαμόρφωσης μέσω της κλασικής εξαρτημένης ή συντελεστικής μάθησης. Η θεωρία της κοινωνικής κρίσης αναφέρει ότι η πεποίθηση του ατόμου επηρεάζεται από το εύρος αποδοχής, απόρριψης ή μη-δέσμευσης βάση του βαθμού εγώ-εμπλοκής του ατόμου.
Παράλληλα, το μοντέλο πιθανότητας λεπτομερούς επεξεργασίας της αλλαγής των στάσεων αναφέρει ότι η αλλαγή επιτυγχάνεται μέσω δύο διεργασιών. Η πρώτη ονομάζεται κεντρική οδός της πειθούς και το αποτέλεσμα κρίνεται μέσω των ισχυρών επιχειρημάτων. Η δεύτερη ονομάζεται περιφερειακή οδός της πειθούς και ενεργοποιείται από την ελκυστικότητα και αξιοπιστία του αντικειμένου.
Η θεωρία της λογικής πράξης θεωρείται μοντέλο Στάσης-Συμπεριφοράς και επηρεάζεται από τη συμπεριφορική πρόθεση, η οποία εξαρτάται από τη στάση που επικρατεί στη συγκεκριμένη συμπεριφορά και από τον υποκειμενικό κοινωνικό κανόνα. Τέλος, το μοντέλο MODE σχετίζεται με το μοντέλο αλλαγής στάσεων λεπτομερούς επεξεργασίας και το συστηματικό-ευρετικό μοντέλο διότι δίνει έμφαση στα κίνητρα και στη δυνατότητα τα οποία επηρεάζουν έμμεσα τη συμπεριφορά. (Κοκκινάκη, 2006)
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΗ
Η πολιτιστική διάσταση των στάσεων επισημαίνονται από τον Τριάντη ως γνωστικές κατηγορίες αναφερόμενες ως στάσεις που ανάλογα με την κοινωνία ορίζονται με διαφορετικό τρόπο. Σύμφωνα με τον Τριάντη η κάθε κοινωνία απαρτίζεται από διαφορετικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με μια συγκεκριμένη γνωστική κατηγορία ή στάση. Οπότε η σύγκριση στάσεων δύο διαφορετικών κοινωνιών θα ήταν άσκοπη.
Η συμπεριφορά του ατόμου ως προς τις στάσεις που έχει, θεωρείται ότι εξαρτάται από δύο παραμέτρους, τα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα και την επιθυμία ή την αποφυγή επαφής. Για παράδειγμα, η πράξη του να θυσιάσει κάποιος τη ζωή του για κάποιον θεωρείται μέγιστο θετικό συναίσθημα ή αντίθετα το να δολοφονήσει κάποιος αυτόν που μισεί θεωρείται μέγιστο αρνητικό συναίσθημα.
Επιπρόσθετα, η τάση συμπεριφοράς του ατόμου σχετίζεται άμεσα με τους κανόνες συμπεριφοράς της κοινωνίας που ανήκει. Οι στάσεις και οι αξίες τις κοινωνίας αποδείχτηκε ότι προσδιορίζουν την επιθυμητή συμπεριφορά που αντιστοιχεί σε κάθε ρόλο.
Παράλληλα η τάση συμπεριφοράς του ατόμου διαχωρίζεται σε επιμέρους διαστάσεις που αντιστοιχούν στην α’ συμπεριφορά φορτισμένη με θετικά ή αρνητικά συναισθήματα, τη β’ που δείχνει φιλία, τη γ’ που δείχνει εχθρότητα, τη δ’ που δείχνει δύναμη στην κοινωνική ιεραρχία, την ε’ που αντιστοιχεί στη αποφυγή και την στ’ αναφέρεται στην προσπάθεια που κάνει κάποιος για να γίνει αρεστός σε πρόσωπα υψηλού κύρους.
Η ΤΡΙΓΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ STERNBERG
Σύμφωνα με τη τριγωνική θεωρία του Sternberg (1986), ο έρωτας αποτελεί γένος τριών συστατικών, την εγγύτητα, το πάθος και την απόφαση/δέσμευση. Ανάλογα με την ποσότητα που καταλαμβάνει κάθε συστατικό σε μία ερωτική σχέση και με το πόσα συστατικά αποτελείται, εντοπίζονται οχτώ είδη σχέσεων.
Όταν για παράδειγμα υπάρχει απόλυτη παρουσία και των τριών συστατικών σε μία σχέση, ο έρωτας ονομάζεται ολοκληρωμένος. Ενώ, στην περίπτωση πλήρης απουσίας του ενός συστατικού μπορεί να εμφανίζεται ρομαντικός, άφρων ή συντροφικός, ανάλογα με το είδος του συστατικού που λείπει. Η απόλυτη απουσία και των τριών συστατικών παρουσιάζεται στις απλές καθημερινές σχέσεις όπως οι συναδελφικές ή οι επαγγελματικές. Οι σχέσεις, τέλος, και η διάρκειά τους εξαρτάται από την εξέλιξή τους και τη διατήρηση ή αύξηση του βαθμού των συστατικών.
ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ & ΣΤΟΧΟΥ
Η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας αναφέρει ότι η ασυμφωνία μεταβάλλεται ανάλογα με τη σημαντικότητα των γνωστικών στοιχείων, δηλαδή την αυτό-αντίληψη του ανθρώπου και εξαρτάται από την αναλογία σύμφωνων και ασύμφωνων στοιχείων, με την ασυμφωνία δηλαδή, να παίρνει το προβάδισμα όταν τα ασύμφωνα στοιχεία υπερτερούν σε σχέση με τα σύμφωνα.
Ο Aronson (1968, 1992) αναφέρει ότι η διατήρηση της θετικής αυτό-εικόνας εξαρτάται από τη συμπεριφορά των ατόμων και τη συνέπεια που υπάρχει μεταξύ τους. Αυτή η ασυνέπεια παράγει δυσαρέσκεια στα άτομα και δημιουργεί ένταση. Για την αποφυγή λοιπόν, αυτής της δυσαρέσκειας, ενεργοποιούνται συγκεκριμένες στρατηγικές.
Μία στρατηγική είναι η αλλαγή συμπεριφοράς μέχρις ότου να επιτευχθεί η μείωση ή η εξάλειψη της ασυμφωνίας. Μία άλλη περίπτωση, πάλι, είναι η «εξολοκλήρου απόρριψη» των πληροφοριών που επιφέρουν δυσαρέσκεια και τέλος, η διαδικασία μείωσης της αξιοπιστίας της πληροφορίας.
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ HEIDER
Η θεωρία του Heider (1944, 1958) ή της απλοϊκής ψυχολογίας όπως αλλιώς ονομάζεται θεωρείται η έναρξη της συστηματικής ανάλυσης της διαδικασίας της κοινωνικής απόδοσης. Βάση αυτής της θεωρίας οι άνθρωποι λειτουργούν όπως ακριβώς και οι πραγματικοί ψυχολόγοι, αναπτύσσοντας τις δικές τους αιτιώδεις θεωρίες για τη κοινωνική συμπεριφορά. (Κοκκινάκη, 2006)
Στην πραγματικότητα, γίνεται προσπάθεια σύνδεσης της συμπεριφοράς με πιθανά αίτια. Το αίτιο και το αποτέλεσμα τείνουν να συγκεντρώνονται σε μια αιτιώδη μονάδα. Η πιθανότητα ανάπτυξης αυτής εξαρτάται από την ομοιότητα και την εγγύτητά τους. Η προτίμηση των ατόμων για απόδοση της συμπεριφοράς αντικατοπτρίζεται σε ένα αίτιο, συνήθως, παρά σε πολλαπλά το οποίο μπορεί να προκαλέσει το ίδιο αποτέλεσμα.
Η διαδικασία κοινωνικής απόδοσης διακρίνεται μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής απόδοσης. Στην εσωτερική απόδοση η συμπεριφορά αποδίδεται στην προσωπικότητα, τις ικανότητες, τις στάσεις και τα κίνητρα του ατόμου. Ενώ στην εξωτερική το αποτέλεσμα αποδίδεται στις περιστάσεις, στις εξωτερικές πιέσεις και στην τύχη. Η συνηθέστερη τάση των ανθρώπων είναι η απόδοση σε εσωτερικά αίτια και αυτό αποτελεί το θεμελιώδες σφάλμα απόδοσης.
Η ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ & ΕΞΕΛΙΞΗ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Ο νόμος της έλξης του Byrne, 1971 αναφέρει ότι η διαπροσωπική έλξη εξαρτάται από την αναλογία της ποσότητας παρόμοιων στάσεων μεταξύ των ατόμων. Ουσιαστικά δηλαδή όσο περισσότερο συμφωνούν οι απόψεις των ατόμων τόσο μεγαλύτερη έλξη εμφανίζεται μεταξύ τους, αυξάνοντας τις πιθανότητες εμπλοκής σε μια πιο στενή σχέση.
Η συνάρτηση της συμφωνίας απόψεων και διαπροσωπικής έλξης εξαρτάται από το βαθμό αυτής της συμφωνίας και το πόσο σημαντική θεωρείται μία άποψη. Αν, δηλαδή, υπάρχει συμφωνία σε σημαντικά θέματα αυξάνεται ο βαθμός της έλξης. Σε αντίθεση με την περίπτωση που υπάρχει έντονη ασυμφωνία σε σημαντικά θέματα, όπου και μειώνεται.
Οι βασικοί λόγοι που επηρεάζουν τη διαπροσωπική έλξη είναι κατά τους Smith & Mackie (2000) η τάση που εμφανίζουν τα άτομα να αλληλεπιδρούν με τους όμοιους τους πρώτον, η πεποίθηση ότι τα όμοια αρέσκονται μεταξύ τους περισσότερο από ότι τα διαφορετικά, δεύτερον και τρίτον η τάση των ομοίων να αυξάνουν την εγκυρότητα των απόψεών τους.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής ανταλλαγής η ανάπτυξη φιλικής σχέσης ανάμεσα σε δύο όμοια άτομα σχετίζεται με το βαθμό αμοιβαιότητας. Η αμοιβαία έλξη δηλαδή οδηγεί στην εθελοντική αλληλεξάρτηση, το οποίο θεωρείται βασικό στοιχείο των φιλικών σχέσεων. Η διατήρηση αυτών αντίστοιχα, εξαρτάται από την εχεμύθεια, την εμπιστοσύνη, την εθελοντική προσφορά βοήθειας και το βαθμό συμπαράταξής του.
Οι λόγοι διάλυσης των φιλικών σχέσεων εξαρτάται από τους παραπάνω κανόνες και τη πιθανή παραβίασή τους. Ωστόσο οι πιο σημαντικές αίτιες διάλυσης είναι η ζήλια και η στάση που κρατά το ένα άτομο για τις προσωπικές σχέσεις του άλλου και το αν τις εγκρίνουν ή όχι.
ΦΑΣΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ
Για να θεωρηθεί μία ομάδα κοινωνική θα πρέπει να εμφανίζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τους Hogg & Vaughan (1998) οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν μία ομάδα ως κοινωνική είναι η αλληλεπίδραση που έχουν τα μέλη της ομάδας μεταξύ τους, αυτό-αντίληψη ότι συμμετέχουν σε αυτήν, προσπαθούν να επιτύχουν κοινούς στόχους για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών των μελών της, συμπεριφέρονται βάση συγκεκριμένων κοινωνικών κανόνων και αλληλοεπηρεάζονται.
Η θεωρία της ορμής αναφέρει ότι η κοινωνική διευκόλυνση είναι αποτέλεσμα φυσιολογικής διέγερσης και αύξησης της ορμής και της παρουσίας άλλων ατόμων κατά την εκτέλεση ενός έργου που προκαλεί ενίσχυση της κυρίαρχης αντίδρασης. Η θεωρία, αντίθετα, της αυτό-επίγνωσης ισχυρίζεται ότι η κοινωνική διευκόλυνση (ή παρεμπόδιση) προκαλείται από την παρουσία άλλων ατόμων κατά την εκτέλεση ενός έργου, με αύξηση της αυτό-επίγνωσης του ατόμου.
Η απώλεια συντονισμού ή κινήτρου σε μία κοινωνική ομάδα, επιπρόσθετα, μπορεί να οδηγήσει στη κοινωνική οκνηρία. Για τη μείωση της κοινωνικής οκνηρίας δίνεται η δυνατότητα εντοπισμού της ατομικής επίδοσης των μελών αυτής για να παρατηρηθεί και να καταγραφεί η επίδοση κάθε μέλους στο συλλογικό έργο. Επίσης, η προσωπική εμπλοκή ενισχύει το ατομικό ενδιαφέρον για το έργο και η διομαδική σύγκριση αυξάνει την ανταγωνιστικότητα και επακόλουθα την ατομική επίδοση.
Στην αύξηση της δημιουργικότητάς μιας ομάδας συμβάλει η ελεύθερη, ανεμπόδιστη παραγωγή ιδεών και η συλλογική δημιουργικότητα. Σε αντίθεση με τους Paulus, Dzindolet, Poletes & Camacho (1993) που υποστηρίζουν ότι η προσδοκία αξιολόγησης πιθανών να εμποδίζει την ελεύθερη σκέψη των ιδεών των ατόμων από φόβο γελιοποίησης. Επίσης, αυτός ο καταιγισμός μπορεί να οδηγήσει στη κοινωνική οκνηρία και στην αντιστοίχηση παραγωγής. Η παρεμπόδιση, τέλος, μπορεί επίσης να πλήξει τη δημιουργικότητα και την παραγωγικότητα κάθε μέλους μέσω της διάσπασης της προσοχής των άλλων μελών από την έντονη έκφραση των ιδεών τους.
Οι φάσεις εξέλιξης μιας ομάδας είναι η πρώτη φάση προσανατολισμού, η κατανόηση των ρόλων των μελών, η εύρεση σημείων επαφής και επικοινωνίας και τέλος η κατανόηση και δημιουργία θεσμών για τον καλύτερο συντονισμό των σχέσεων μεταξύ των μελών της. Δεύτερον, η φάση σύγκρουσης όπου συναντώνται διαφωνίες, προστριβές, ανυπομονησία, αποχωρήσεις και πιθανή διάλυση της ομάδας.
Τρίτον, η φάση της σύνθεσης όπου αυξάνονται τα θετικά και φιλικά συναισθήματα και παρατηρείται σύμπνοια προς τη δομή και οργάνωση της ομάδας. Η φάση απόδοσης, όπου και η ομάδα ισορροπεί και λειτουργεί και τέλος, η στατική φάση, όπου και οι κανόνες και οι σχέσεις παγιώνονται, απορρίπτοντας καινούριες ιδέες και μέλη.
ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ TAJFEL ΓΙΑ ΤΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ & ΤΙΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΤΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
Η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας ισχυρίζεται ότι η ενδο-ομαδική μεροληψία και προκατάληψη οφείλεται στη κοινωνική κατηγοριοποίηση και ότι τα άτομα χρησιμοποιούν στρατηγικές οι οποίες βοηθούν στη διατήρηση θετικής κοινωνικής ταυτότητας.
Οι βασικές αρχές αυτής της θεωρίας αναφέρουν ότι τα άτομα προκειμένου να διατηρήσουν ή να βελτιώσουν την αυτοεκτίμησή τους, κάνουν προσπάθειες στο να διατηρήσουν ή να αποκτήσουν μια θετική κοινωνική ταυτότητα. Το άτομο που ανήκει σε μία ομάδα κάνει συγκρίσεις μεταξύ αυτής της ενδο-ομάδας και μιας άλλης σχετικής έξω-ομάδας. Η θετική κοινωνική ταυτότητα βιώνεται όταν η σύγκριση μεταξύ αυτών είναι ευνοϊκή για την ενδο-ομάδα. Σε αντίθεση με τη δυσμενή σύγκριση και την αρνητική κοινωνική ταυτότητα, όπου και μειώνεται η αυτοεκτίμησή του.
Στην τελευταία περίπτωση, το άτομο πιθανών να εγκαταλείψει τη συγκεκριμένη ομάδα και να ανατρέξει σε αυτή που θα του προσδώσει θετική κοινωνική ταυτότητα. Διαφορετικά, θα προσπαθήσει να προσδώσει κάποια θετική διάκριση στην ενδο-ομάδα του μέσω της κοινωνικής δημιουργικότητας ή του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Για την εξάλειψη της προκατάληψης, επιπρόσθετα, στόχος είναι η αλλαγή των στερεότυπων πεποιθήσεων για τις κοινωνικές ομάδες και τα μέλη τους. Η αλλαγή αυτών διενεργείται μέσω τριών μοντέλων. Πρώτον, το λογιστικό μοντέλο το οποίο αναφέρει ότι τα στερεότυπα αλλάζουν σταδιακά. Το μοντέλο της μεταστροφής, δεύτερον, που υποστηρίζει ότι τα στερεότυπα αλλάζουν ριζικά μέσω μιας ισχυρής πληροφορίας που τα ισοπεδώνει.
Τέλος, το μοντέλο των υποτύπων που αναφέρει ότι αυτά αλλάζουν ή αμβλύνονται μέσω πληροφοριών που τα διαψεύδουν, οδηγώντας στη δημιουργία υποτύπων, δηλαδή υποκατηγοριών εντός της ομάδας.
ΟΙ ΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΗΓΕΣΙΑΣ
Οι ηγέτες και το είδος της ηγεσίας που ασκείται σε μία ομάδα διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του ηγέτη και το μοντέλο της ηγεσίας. Ο δημοκρατικός ηγέτης συνεργάζεται με την ομάδα και λαμβάνουν αποφάσεις από κοινού, αναθέτοντας αρμοδιότητες. Ο αυταρχικός ηγέτης επιβάλλει τις αποφάσεις του και ασκεί συγκεντρωτικό έργο. Οι laissez-faire ηγέτες παρεμβαίνουν ελάχιστα επιτρέποντας στην ομάδα να πορευτεί ελευθέρα.
Ο ρόλος που ασκεί κάθε ηγέτης είναι επίσης διαφορετικός, ανάλογα με τον προσανατολισμό του. Κάποιοι ηγέτες στοχεύουν στην επιτυχία του σκοπού τους. Άλλοι έχουν κοινωνικό-συναισθηματικό προσανατολισμό, στοχεύοντας στη διατήρηση καλών και αρμονικών σχέσεων μεταξύ των μελών της.
Το μοντέλο του Fiedler υποστηρίζει ότι η αποτελεσματική ηγεσία δεν εξαρτάται μόνο από το ύφος και τον προσανατολισμό του ηγέτη, αλλά και από τις συνθήκες στις οποίες λειτουργεί ο ηγέτης και η ομάδα. Οι προσανατολισμένοι προς το έργο ηγέτες θεωρούνται αυταρχικοί αντλώντας της αυτοεκτίμηση τους από την επίτευξη των στόχων τους. Ενώ οι κοινωνικό-συναισθηματικοί, πιο φιλικοί και χαλαροί, αντλώντας την αυτοεκτίμηση από τις αρμονικές σχέσεις της ενδο-ομάδας. (Κοκκινάκη, 2006)
Η αποτελεσματικότητα κάθε τύπου ηγεσίας εξαρτάται από το βαθμό ελεγχου που ασκεί ο ηγέτης στις συγκεκριμένες συνθήκες. Ο έλεγχος αυτό εξαρτάται από τις σχέσεις μεταξύ ηγέτη και ομάδας, τη δομή του έργου και την εξουσία του ηγέτη. (Κοκκινάκη, 2006)
Το μοντέλο Vroom-Yetton βασίζεται στη διάκριση μεταξύ καθοδηγητικής και συμμετοχικής ηγεσίας. Αυτό το μοντέλο περιγράφει πέντε διαφορετικούς τύπους ηγεσίας. Ο αυταρχικός 1 που χρησιμοποιεί πληροφορίες που έχει ο ίδιος στη διάθεση του. Ο αυταρχικός 2 που χρησιμοποιεί και πληροφορίες των υφισταμένων του. Ο συμβουλευτικός τύπος 1 που ρωτάει κάθε υφιστάμενο ξεχωριστά την άποψη του για το πρόβλημα και παίρνει αποφάσεις στο τέλος. Το συμβουλευτικό τύπο 2 που αναλύει ένα πρόβλημα εντός όλης της ομάδας υφισταμένων. Τέλος, ο ομαδικός ηγέτης που συζητάει το θέμα και αποφασίζει από κοινού με τους υφισταμένους της ομάδας του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεώργας, Δ., (1995). Κοινωνική Ψυχολογία, Τόμος Α’ (5η έκδ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Γεώργας, Δ., (1999). Κοινωνική Ψυχολογία, Τόμος Β’ (5η έκδ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Κοκκινάκη, Φ. (2006). Κοινωνική Ψυχολογία: Εισαγωγή στη μελέτη της Κοινωνικής Συμπεριφοράς (2η έκδ.). Αθήνα: Τυπωθήτω - Γιώργος Δάρδανος
Επιμέλεια-Συγγραφή: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΣΚΕΡΙΔΟΥ